Το κουμπί αναβολής (snooze) στο ξυπνητήρι λειτουργεί σχεδόν σαν πειρασμός νωρίς το πρωί για πέντε λεπτά ακόμη ύπνου. Όμως οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς αυτή η πρακτική, όσο διαδεδομένη κι αν είναι, φαίνεται να βλάπτει την ποιότητα του ύπνου και την εγρήγορση κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Scientific Reports, με επικεφαλής την ειδική στην ιατρική του ύπνου Rebecca Robbins από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, αποτυπώνει το μέγεθος του φαινομένου. Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε δεδομένα από περισσότερους από 21.000 χρήστες της εφαρμογής «Sleep Cycle», εξετάζοντας περίπου τρία εκατομμύρια νύχτες ύπνου παγκοσμίως.
Τα ευρήματα της μελέτης
Σχεδόν στο 56% των καταγεγραμμένων νυχτών, οι χρήστες πάτησαν τουλάχιστον μία φορά το snooze. Μάλιστα, περίπου οι μισοί από αυτούς το έκαναν σε πάνω από 80% των ημερών. Η λειτουργία snooze ενεργοποιούνταν συχνά περισσότερες από μία φορές ανά πρωινό. Στη Σουηδία, ο μέσος όρος άγγιζε τις 2,7 φορές, ενώ σε Γερμανία και ΗΠΑ καταγράφηκε χρήση 2,5 φορές ανά ημέρα. Ακόμη και σε χώρες με διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα ύπνου, όπως η Ιαπωνία και η Αυστραλία, ο αριθμός έφτανε τις 2,2 φορές.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον εύρημα αφορά τις διαφορές μεταξύ των φύλων: Οι γυναίκες έτειναν να χρησιμοποιούν ελαφρώς περισσότερο το snooze από τους άνδρες (2,5 φορές κατά μέσο όρο έναντι 2,3). Το φαινόμενο παρατηρείται κυρίως τις καθημερινές, όταν οι επαγγελματικές και κοινωνικές υποχρεώσεις επιβάλλουν πρωινό ξύπνημα, ενώ τα σαββατοκύριακα καταγράφεται σαφής πτώση στη χρήση του.
Παρότι η χρήση του snooze μοιάζει με στρατηγική ανάκτησης ύπνου, οι ειδικοί επισημαίνουν το αντίθετο. «Δυστυχώς, το κουμπί snooze διακόπτει μερικά από τα πιο σημαντικά στάδια του ύπνου», εξηγεί η Robbins. Ιδίως τα τελευταία στάδια πριν την αφύπνιση, που είναι πλούσια σε ύπνο REM διακόπτονται απότομα και αντικαθίστανται από αποσπασματικό, ελαφρύ ύπνο. Έτσι, οι επαναλαμβανόμενες διακοπές δεν ξεκουράζουν, αλλά οδηγούν συχνά σε αυξημένη κόπωση. Αξιοσημείωτο είναι ότι όσοι κοιμούνται λιγότερο από πέντε ώρες είναι οι λιγότερο πιθανό να χρησιμοποιήσουν το snooze. Όπως εξηγούν οι ερευνητές, αυτή η ομάδα πιθανότατα προσπαθεί να αξιοποιήσει στο έπακρο κάθε λεπτό ύπνου και δεν «αντέχει» την πολυτέλεια του αναβλητικού ξυπνήματος.
Η εναλλακτική που προτείνουν οι ειδικοί είναι να ρυθμίζουμε το ξυπνητήρι για την τελευταία δυνατή ώρα και να σηκωνόμαστε άμεσα. Ο συνεχής και αδιάλειπτος ύπνος επτά έως εννέα ωρών παραμένει το χρυσό πρότυπο. Η χρόνια έλλειψή του δεν περιορίζεται μόνο στην κόπωση, αλλά σχετίζεται και με αυξημένο κίνδυνο ψυχικών διαταραχών, καρδιαγγειακών παθήσεων και μειωμένης πνευματικής απόδοσης.