Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι η λέξη μακαρόνι είναι μια λέξη ιταλικής προέλευσης. Όμως αυτό δεν είναι αληθές και η λέξη προέρχεται απο ελληνική ρίζα.
Τα μελομακάρονα έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση. Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» (επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό).
Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία» ή «μακάρια » που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.
Στον Επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο Περικλής το 430 π.Χ. για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου υπάρχουν μαρτυρίες ότι με τα το τέλος της ομιλίας του στον Κεραμικό μοιράστηκαν «μακάρια».
Στον χώρο του Κεραμικού βρίσκονταν γυναίκες που θρηνούσαν όπως ήταν τα έθιμο τους νεκρούς του πολέμου , κάτι παρόμοιο με τις σημερινές μοιρολογίστρες, αυτές οι ίδιες δε στο τέλος μοίραζαν και τα «μακάρια» τα οποία είχαν προετοιμάσει από το σπίτι τους. Σύμφωνα με τα ισχύοντα, ένας εκλεγμένος πολίτης που η γνώμη του ήταν συνετή και άξια, έλεγε τον έπαινο τον πρέποντα και η τελετή έληγε. Στην περίπτωση αυτή «ορίστηκε να μιλήσει ο Περικλής, ο γιος του Ξανθίππου, που ανέβηκε στο βήμα ώστε η φωνή του να φτάνει στα αυτιά όσο το δυνατόν περισσότερων.
Οι Αρχαίοι ημών Αθηναίοι θεωρούσαν ατιμωτικό να μην κηδευτούν εάν πέθαιναν στην μάχη και δεν εύρισκαν τις σωρούς τους . Σύμφωνα με το έθιμο τα οστά μεταφέρονταν σε λάρνακα από κυπαρίσσι σε μία άμαξα για κάθε φυλή των Αθηναίων και στο τέλος τιμητικά μια λάρνακα μεταφερόταν με τα χέρια και σκεπασμένη με σεντόνι, για όσους τα σώματα δεν μπόρεσαν να περισυλλέγουν και να ταφούν («τῶν ἀφανῶν» όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, για αυτή την τόσο ευαίσθητη ή πολιτικά ευφυή μεταχείριση που προσέφερε παρηγοριά στους συγγενείς και κουράγιο στους στρατιώτες, ότι ακόμα κι αν δεν βρεθεί το νεκρό σώμα τους αν σκοτωθούν σε μάχη ή ναυμαχία, δεν θα μείνουν ακήδευτοι).
Αυτά λοιπόν που σήμερα μοιράζουμε στις κηδείες για αυτούς που έφυγαν και έγιναν μακάριοι ( ή μακαρίτες) τα κόλλυβα δηλαδή είναι η συνέχεια του αρχαίου εθίμων των « μακαρίων» τα οποία μετεξελίχτηκαν σε μελομακάρονα όπως φαίνεται και παρακάτω.
Τα μακαρία ή μακάρια αργότερα περιλούστηκαν με σιρόπι μελιού και ονομάστηκαν : μέλι+μακαρία =μελομακάρια= μελομακάρονα (δουλειές των βυζαντινών είναι αυτές ) Τα μελομακάρονα καθιερώθηκαν ως γλύκισμα του Δωδεκαημέρου, κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες και με το όνομα «φοινίκια» επειδή αρχικά στο Βυζάντιο έβαζαν λίγο χουρμά στην ζύμη που είναι ο καρπός του φοίνικα.
Ο λόγος ήταν οτι με την γέννηση του Χριστού ένας παλιός κόσμος έδινε την θέση του σε μια καινούργια γλυκεία ζωή για αυτό και τα «μακάρια» πασπαλίστηκαν με μέλι.
Οι Λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι. Τέλος, από το μεσαίωνα και μετά στη Γαλλία και την Αγγλία, ένα είδος αμυγδαλωτού μπισκότου ονομάστηκε «macaroon» (το γνωστό σε όλους σήμερα «μακαρόν»).
Έτσι φτάσαμε στα σημερινά μελομακάρονα τα οποία ορισμένοι καταναλώνετε με τρόπο ”ανεπαίσχυντα βουλιμιαίο” κατά δωδεκάδες , μαζί με εσάς και εγώ.
Το κείμενο το αναδημοσιεύουμε αυτούσιο επειδή μας άρεσε πολύ.
Αντιγράφηκε από άρθρο του Ιωσήφ Τσιμισκής.
Ευχαριστούμε